- βουτσάδικο
- τοτο εργαστήριο του βουτσά, του βαρελά, το βαρελάδικο, το βαρελοποιείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καδοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κάδων, βαρελάδικο, βουτσάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek